Μια νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας για την Κύπρο του 21ου αιώνα

Η Σύνοδος της Γενεύης σηματοδότησε την έναρξη της σε βάθος συζήτησης για πρώτη φορά του ζητήματος της ασφάλειας και της κατάργησης των εγγυήσεων που προβλέπονται στο Σύνταγμα του ’60 και σε όλα τα σχέδια επίλυσης του Κυπριακού, τα οποία κατατέθηκαν μέχρι σήμερα.

Το γεγονός και μόνο ότι, μετά από 57 χρόνια, η Συνθήκη Εγγυήσεως και η Συνθήκη Συμμαχίας τίθενται υπό αμφισβήτηση σε διεθνή Διάσκεψη για την Κύπρο, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και με την Ευρωπαϊκή Ένωση ως ενδιαφερόμενο μέρος, αποτελεί ιστορικό σταθμό στις συνομιλίες για το Κυπριακό. Στη Γενεύη για πρώτη φορά στην ιστορία του Κυπριακού, η Τουρκία βρέθηκε σε μια διάσκεψη, όπου άρχισε η συζήτηση για την κατάργηση των Συνθηκών Εγγυήσεως και Συμμαχίας.

Αυτό έγινε κατορθωτό λόγω της πετυχημένης στρατηγικής του Προέδρου Αναστασιάδη, ο οποίος επέδειξε ετοιμότητα και αυτοπεποίθηση, αλλά και τις απαραίτητες ηγετικές ικανότητες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Η τεχνοκρατική διαβούλευση στο Μον Πελεράν, συνιστά συνέχεια σε επίπεδο εκπροσώπων όλων των μερών της διαπραγμάτευσης που ξεκίνησε στη Γενεύη. Στόχος της τεχνοκρατικής αυτής διαβούλευσης είναι να προκύψει έγγραφο εργασίας που να επιτρέπει τη συνέχεια της διάσκεψης για την Κύπρο σε πολιτικό επίπεδο με θετικές προοπτικές για κατάληξη.

Σε αυτή την εξαιρετικά κρίσιμη φάση των διαπραγματεύσεων, η διαπραγματευτική θέση της ελληνοκυπριακής πλευράς είναι για πρώτη φορά ιδιαίτερα ενισχυμένη. Αυτό συμβαίνει για μια σειρά από λόγους.
Πρώτο, η Κυπριακή Δημοκρατία είναι και θα παραμείνει μέλος της ΕΕ, η οποία παρέχει μέσα από τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, συγκεκριμένα μέσα για την προστασία των μελών της από οποιαδήποτε μορφή απειλής. Συνεπώς, το πλέγμα ασφάλειας που θα συμφωνηθεί για την Κύπρο αφορά, εκ των πραγμάτων, άμεσα και την ΕΕ. Η παρουσία της Ένωσης στη Σύνοδο της Γενεύης, σε ανώτατο μάλιστα επίπεδο, με τον Πρόεδρο της Κομισιόν και την Ύπατη Εκπρόσωπο για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας αποδεικνύει του λόγου το αληθές.
Δεύτερο, στη διεθνή κοινότητα επικρατεί θετικό κλίμα υιοθέτησης των βασικών μας θέσεων, εφόσον είναι πλέον γενικά αποδεκτό ότι οι σημερινές συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές από τις συνθήκες του 1960.
Τρίτο, στο τραπέζι της διάσκεψης για την Κύπρο, η μόνη αντιπροσωπεία η οποία έχει ήδη καταθέσει εδώ και καιρό ολοκληρωμένη πρόταση για την ασφάλεια είναι η δική μας.

Η συγκεκριμένη πρόταση που κατατέθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, διαμορφώθηκε σε απόλυτη συνεργασία με την Ελληνική κυβέρνηση και περιλαμβάνει:

Α. Προτάσεις για την διασφάλιση της εφαρμογής της λύσης με αξιοποίηση του κεφαλαίου 7 του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Β. Πρόταση που αφορά την μετά την εφαρμογή της λύσης περίοδο. Για όλη την περίοδο εφαρμογής της λύσης ως μέρος της συμφωνίας θα πρέπει να προνοείται παραμονή, ενίσχυση και μετεξέλιξη της ΟΥΝΦΙΚΥΠ.
Γ. Η λύση τότε και μόνο τότε θα θεωρείται ότι έχει εφαρμοστεί αφού αποχωρήσουν τα κατοχικά στρατεύματα.
Δ. Την πρώτη μέρα της λύσης θα πρέπει να αποχωρήσει το 75% των στρατευμάτων και το υπόλοιπο να παραμείνει συγκεντρωμένο σε ένα στρατόπεδο, μέχρι την τελική αποχώρηση τους το συντομότερο δυνατό.
Ε. Πέραν τούτων καθοριστικό στοιχείο ασφαλείας είναι:
o η ανεξαρτησία του ομοσπονδιακού κράτους,
o ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αρχών και αξιών της ΕΕ,
o η εσωτερική δομή του κράτους και τα σαφή πολιτικά και διοικητικά όρια εντός των οποίων θα ασκούν τις αρμοδιότητες τους οι δύο πολιτείες,
o η αποτελεσματική συμμετοχή των δύο κοινοτήτων στη λήψη αποφάσεων και η αποτελεσματική λειτουργία του κράτους,
o οι συνταγματικές πρόνοιες που θα απαγορεύουν την απόσχιση ή την ένωση του όλου ή μέρους με άλλο κράτος, καθώς και
o οι μηχανισμοί επίλυσης αδιεξόδων.
ΣΤ. Μετά τη εφαρμογή της λύσης η πρόταση προνοεί σύσταση πολυεθνικής αστυνομικής δύναμης η οποία θα αποτελείται από κράτη μέλη της ΕΕ πλην της Ελλάδας, και του Ηνωμένου Βασιλείου. Η διάρκεια παρουσίας της δύναμης θα είναι πέντε χρόνια από την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και θα δύναται να ανανεωθεί η παρουσία της ή να τερματιστεί για όσο καιρό κρίνει αναγκαίο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Ζ. Μέρος της πρότασης του Προέδρου αποτελεί και το Σύμφωνο φιλίας και συνεργασίας μεταξύ Κύπρου- Ελλάδας- Τουρκίας- Ηνωμένου Βασιλείου.

Η εν λόγω πρόταση κινείται μέσα στο πλαίσιο που έχουμε θέσει ως Ελληνοκυπριακή πλευρά για κατάργηση των αναχρονιστικών εγγυήσεων του 1960 και εξεύρεση μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας για τη χώρα μας, την Κύπρο του 21ου αιώνα.

Ευελπιστούμε ότι αυτή η νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας θα αποτελέσει και τη λυδία λίθο για την τελική συμφωνία στο Κυπριακό, μια συμφωνία που θα επιτρέψει στην Κύπρο, με το σύνολο της επικράτειας και του λαού της, να γίνει οριστικά μέρος του ευρωπαϊκού κόσμου της ελευθερίας, της σταθερότητας, της συνεργασίας και της ειρήνης.

 

22.01.2017