Η ρητορική μίσους επανήλθε πρόσφατα στο προσκήνιο της κυπριακής πολιτικής ζωής μετά τα συμβάντα στην Ολομέλεια της Βουλής στις 7 Απριλίου. Λέω «επανήλθε» διότι, δυστυχώς, φαίνεται ότι η ρητορική μίσους είναι ένα εγγενές χαρακτηριστικό της πολιτικής μας ζωής που απλώς έρχεται και παρέρχεται αναλόγως των εκάστοτε συνθηκών. Εάν δεν την αντιμετωπίσουμε όμως δραστικά, πολύ φοβάμαι ότι σύντομα θα πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις με απρόβλεπτες συνέπειες.
Για να αντιμετωπίσουμε όμως αποτελεσματικά τη ρητορική του μίσους, θα πρέπει πρώτα να ξέρουμε τι ακριβώς σημαίνει ο όρος «ρητορική μίσους». Για την εν λόγω ορολογία δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς τον ορισμό της. Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης, η ρητορική μίσους αφορά σε «όλες τις μορφές έκφρασης που διασπείρουν, υποκινούν, προβάλλουν ή δικαιολογούν το ρατσιστικό μίσος, την ξενοφοβία, τον αντισημιτισμό ή άλλες μορφές μίσους βασισμένες στην έλλειψη ανεκτικότητας». Βάσει του συγκεκριμένου ορισμού, είναι σαφής η πρόθεση του Συμβουλίου να συμπεριλάβει κάθε μορφή έκφρασης, όπως – πέρα από τον προφορικό λόγο – τον γραπτό λόγο, την παραγωγή εικόνων, βίντεο και κάθε παρόμοια διαδικτυακή δραστηριότητα. Η ρητορική μίσους αποτελεί βεβαίως ένα ευρύτατο όρο και σε αυτόν μπορούν να συμπεριληφθούν και πολλές άλλες μορφές διάκρισης και προκατάληψης, όπως είναι η ισλαμοφοβία, ο μισογυνισμός, ο σεξισμός και η διάκριση για λόγους σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου.
Στην Κυπριακή νομοθεσία, η ρητορική μίσους είναι ποινικό αδίκημα. Η Βουλή το 2011 ψήφισε τον «Περί της Καταπολέμησης Ορισμένων Μορφών και Εκδηλώσεων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου Νόμο», ο οποίος προνοεί ότι «πρόσωπο το οποίο εκ προθέσεως είτε δημόσια είτε με δημόσια διάδοση, υποκινεί βία ή μίσος που στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, κατά τρόπο που διαταράσσει τη δημόσια τάξη ή που έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα, είναι ένοχο αδικήματος». Επίσης, το 2015 τροποποιήθηκε ο Ποινικός Κώδικας, έτσι ώστε ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου να ενταχθούν στο πλαίσιο ποινικοποίησης της ρητορικής μίσους.
Η ρητορική μίσους υποβαθμίζει τον κοινωνικό και πολιτικό διάλογο, διότι βασίζεται σε στερεότυπα και κοινωνικές πεποιθήσεις, προσφέροντας εύκολες λύσεις και εύκολες απαντήσεις. Συντηρεί τη θεσμική καταπίεση, «κατασκευάζει» αποδιοπομπαίους τράγους στα κοινωνικά προβλήματα και δημιουργεί ξεκάθαρους διαχωρισμούς ανάμεσα στο «εμείς» και «οι άλλοι». Ταυτόχρονα λειτουργεί ως προθάλαμος της βίας και συχνά είναι ο ηθικός αυτουργός πίσω από εγκλήματα ενάντια σε μέλη μειονοτικών ομάδων.
Πιστεύω ότι πρόσωπα τα οποία, εξαιτίας της θέσης ή της ιδιότητας ή της θεσμικής τους υπόστασης, έχουν τη δυνατότητα να παρουσιάζουν τις απόψεις και τις σκέψεις τους ενώπιον του κοινού, έχουν και αυξημένη ευθύνη σε σχέση με τη μορφή, το περιεχόμενο και τις συνέπειες της ρητορικής τους.
Γι’ αυτό τον λόγο, τα δημόσια πρόσωπα έχουν την ηθική υποχρέωση να προωθούν με τον λόγο τους το σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στα ανθρώπινα δικαιώματα και στη διαφορετικότητα και όχι να διασπείρουν το φόβο, τον διχασμό και τη μισαλλοδοξία. Ως βουλευτές, ο λόγος μας θα πρέπει να δίνει έμπνευση και ελπίδα, σε μια εποχή όπου κυριαρχεί η αμφισβήτηση των πάντων και η επιδείνωση των εντάσεων και των ακραίων συμπεριφορών.
Όλες οι σοβαρές και μετριοπαθείς πολιτικές προσωπικότητες, σε οποιονδήποτε κομματικό χώρο κι αν ανήκουν, θα πρέπει να συστρατευθούν ενάντια στη ρητορεία του μίσους, της μισαλλοδοξίας και του διχασμού. Διότι αυτή η ρητορεία δεν πληγώνει μόνο κάποιο συγκεκριμένο κόμμα ή άτομο, αλλά ολόκληρη την κοινωνία μας. Υποβαθμίζει επικίνδυνα το επίπεδο της πολιτικής ζωής και μας επιστρέφει σε παλαιότερες, σκοτεινές εποχές. Σε εποχές που γεννοβόλησαν και έσπειραν μεγάλα κακά για την πατρίδα μας. Σε εποχές που ο τοξικός πολιτικός λόγος ήταν καθημερινό φαινόμενο και κατάφερε να δηλητηριάσει ολόκληρη την κοινωνία μας. Αποτέλεσμα αυτού του τοξικού λόγου ήταν ο εμφύλιος αλληλοσπαραγμός και ο όλεθρος της τουρκικής εισβολής. Σήμερα, λοιπόν, που αγωνιζόμαστε για να απαλλαγούμε από τις συνέπειες της τότε εποχής, δεν δικαιούμαστε να διολισθήσουμε και πάλι σε ακραίες συμπεριφορές που χαρακτήριζαν τη συγκεκριμένη εποχή. Είναι γνωστό ότι λαός που δεν μαθαίνει από τα λάθη του παρελθόντος του είναι καταδικασμένος να τα επαναλάβει και στο μέλλον.
Ο τοξικός πολιτικός λόγος επηρεάζει άμεσα την ουσία και τη διαδικασία των προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού. Το χάος στον πολιτικό διάλογο ευνοεί τη στασιμότητα και οδηγεί στη ματαίωση κάθε προοπτικής επίλυσης του προβλήματος.
Γι’ αυτό και δεν πρέπει να επιτρέψουμε στον μισαλλόδοξο πολιτικό λόγο να παραλύσει κάθε δημόσια συζήτηση και να στοχοποιήσει την όποια αντίθετη άποψη. Αντίθετα, πρέπει με επιμονή και αποφασιστικότητα να αποβάλουμε τα επίθετα και τους ανήθικους χαρακτηρισμούς από τον δημόσιο πολιτικό λόγο.
Οφείλουμε να μην αφήσουμε το φόβο να κυριεύσει τη δημόσια ζωή του τόπου μας.
Δεν πρέπει και ΔΕΝ θα υποκύψουμε στην τρομοκρατία των λέξεων. Το χρωστάμε στους εαυτούς μας και στις επόμενες γενιές της Κύπρου μας.
03.05.2017