Εκδήλωση του ΟΠΕΚ, Σπίτι της Ευρώπης – Λευκωσία, 2 Μαΐου 2017

Ομιλία στον ΟΠΕΚ με θέμα: «Η ρητορική του μίσους. Μας αφορά!»

 

Κυρίες και Κύριοι,

Μαζευτήκαμε απόψε εδώ για να συζητήσουμε ένα πολύ σοβαρό θέμα που μας αφορά όλους: τη ρητορική μίσους, η οποία επανήλθε πρόσφατα στο προσκήνιο της κυπριακής πολιτικής ζωής μετά τα συμβάντα που έγιναν στην Ολομέλεια της Βουλής στις 7 Απριλίου. Λέω «επανήλθε» διότι, δυστυχώς, φαίνεται ότι η ρητορική μίσους είναι ένα εγγενές χαρακτηριστικό της πολιτικής μας ζωής που απλώς έρχεται και παρέρχεται αναλόγως των εκάστοτε συνθηκών. Εάν δεν την αντιμετωπίσουμε όμως δραστικά, πολύ φοβάμαι ότι σύντομα θα πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις με απρόβλεπτες συνέπειες.

Φυσικά, η ρητορική μίσους δεν είναι μόνο κυπριακό φαινόμενο. Η ρητορική μίσους είναι σήμερα μία από τις πιο συνηθισμένες μορφές μισαλλοδοξίας και ξενοφοβίας στην Ευρώπη. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η αυξανόμενη παρουσία της ρητορικής μίσους στον πολιτικό λόγο, όπως και το γεγονός ότι έχει γίνει συχνό φαινόμενο στη δημόσια ζωή, ιδίως μέσω του διαδικτύου. Όταν όμως το απαράδεκτο αρχίζει να γίνεται αποδεκτό, όταν γίνεται «ο κανόνας», τότε τα ανθρώπινα δικαιώματα απειλούνται ουσιαστικά. Γι’ αυτό και το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει δώσει μεγάλη σημασία στο συγκεκριμένο θέμα και έχει οργανώσει τα τελευταία χρόνια αρκετές δράσεις για την αποτελεσματική καταπολέμηση της ρητορικής μίσους. Οι εκστρατείες του Συμβουλίου έχουν ως κύριο στόχο να περιορίσουν την αποδοχή της ρητορικής μίσους και να σταματήσουν την «κανονικοποίησή» της. Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, διότι όπως έχει πει και ο μεγάλος Μάνος Χατζιδάκις, «όταν συνηθίζεις το τέρας, αρχίζεις και του μοιάζεις».

Για να αντιμετωπίσουμε όμως αποτελεσματικά τη ρητορική του μίσους, θα πρέπει πρώτα να ξέρουμε τι ακριβώς σημαίνει ο όρος «ρητορική μίσους». Για την εν λόγω ορολογία δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς τον ορισμό της. Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης, η ρητορική μίσους αφορά σε «όλες τις μορφές έκφρασης που διασπείρουν, υποκινούν, προβάλλουν ή δικαιολογούν το ρατσιστικό μίσος, την ξενοφοβία, τον αντισημιτισμό ή άλλες μορφές μίσους βασισμένες στην έλλειψη ανεκτικότητας». (Συμβούλιο της Ευρώπης, Επιτροπή Υπουργών, Σύσταση (97) 20). Βάσει του συγκεκριμένου ορισμού, είναι σαφής η πρόθεση του Συμβουλίου να συμπεριλάβει κάθε μορφή έκφρασης, όπως – πέρα από τον προφορικό λόγο – τον γραπτό λόγο, την παραγωγή εικόνων, βίντεο και κάθε παρόμοια διαδικτυακή δραστηριότητα.

Η ρητορική μίσους αποτελεί βεβαίως ένα ευρύτατο όρο και σε αυτόν μπορούν να συμπεριληφθούν και πολλές άλλες μορφές διάκρισης και προκατάληψης, όπως είναι η ισλαμοφοβία, ο μισογυνισμός, ο σεξισμός και η διάκριση για λόγους σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου.

Στην Κυπριακή νομοθεσία, η ρητορική μίσους είναι ποινικό αδίκημα. Η Βουλή το 2011 ψήφισε τον «Περί της Καταπολέμησης Ορισμένων Μορφών και Εκδηλώσεων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου Νόμο», ο οποίος προνοεί ότι «πρόσωπο το οποίο εκ προθέσεως είτε δημόσια είτε με δημόσια διάδοση, υποκινεί βία ή μίσος που στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, κατά τρόπο που διαταράσσει τη δημόσια τάξη ή που έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα, είναι ένοχο αδικήματος». Επίσης, το 2015 τροποποιήθηκε ο Ποινικός Κώδικας, έτσι ώστε ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου να ενταχθούν στο πλαίσιο ποινικοποίησης της ρητορικής μίσους.

Οι προσπάθειες για αντιμετώπιση της ρητορικής μίσους έχουν, όμως, αναζωπυρώσει τη διαχρονική συζήτηση περί απειλής της ελευθερίας της έκφρασης και του λόγου. Πράγματι, η στάθµιση µεταξύ της ρητορικής µίσους και της ελευθερίας της έκφρασης είναι ένα πεδίο διαρκούς και δύσκολου προβληµατισµού. Είναι αλήθεια ότι η ελευθερία της έκφρασης είναι ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα που ισχύει εξίσου για ιδέες που μπορεί να προσβάλλουν, να σοκάρουν ή να ενοχλούν κάποιους ανθρώπους. Όμως, η άσκηση αυτού του δικαιώματος συνεπάγεται σαφή καθήκοντα και ευθύνες. Η ρητορική μίσους δεν είναι μια ρητορική «απόλυτα ασφαλής»: τα λόγια μίσους μπορούν να οδηγήσουν σε πραγματικά εγκλήματα μίσους και τέτοια εγκλήματα έχουν ήδη καταστρέψει ή κοστίσει τη ζωή υπερβολικά πολλών ανθρώπων.

Τα παραδείγματα δυστυχώς πολλά. Επιτρέψτε μου να αναφέρω μόνο ένα χαρακτηριστικό. Η ναζιστική Γερμανία αποτελεί κλασικό παράδειγμα, όπου η ρητορική μίσους είχε πραγματικά καταστροφικά και θανατηφόρα αποτελέσματα. Η προπαγανδιστική εφημερίδα «Der Stürmer» («ο επιθετικός») διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στη καλλιέργεια αντισημιτικού μίσους ανάμεσα στη γερμανική κοινή γνώμη με τα εμπρηστικά της κείμενα και σκίτσα. Ο εκδότης της εφημερίδας, Γιούλιους Στράιχερ, δικάστηκε στη Δίκη της Νυρεμβέργης και καταδικάστηκε σε θάνατο ως ηθικός αυτουργός εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.

Αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα ανάμεσα σε πολλά άλλα που μας αποδεικνύουν ότι η ρητορική μίσους δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να υποτιμάται. Γι’ αυτό η προσπάθειά μας πρέπει να είναι συνεχής και επίμονη: οφείλουμε να σταματήσουμε τη ρητορική μίσους και να ενισχύσουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πρέπει όλοι μας να συνειδητοποιήσουμε ότι η ρητορική του μίσους μας αφορά άμεσα! Εάν δεν την αντιμετωπίσουμε έγκαιρα και με σοβαρότητα, οι συνέπειες της θα είναι καταστροφικές όταν θα πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις.

Η ρητορική μίσους υποβαθμίζει τον κοινωνικό και πολιτικό διάλογο, διότι βασίζεται σε στερεότυπα και κοινωνικές πεποιθήσεις, προσφέροντας εύκολες λύσεις και εύκολες απαντήσεις. Συντηρεί τη θεσμική καταπίεση, δημιουργεί αποδιοπομπαίους τράγους στα κοινωνικά προβλήματα και δημιουργεί ξεκάθαρους διαχωρισμούς ανάμεσα στο «εμείς» και «οι άλλοι». Ταυτόχρονα λειτουργεί ως προθάλαμος της βίας και συχνά είναι ο ηθικός αυτουργός πίσω από εγκλήματα ενάντια σε μέλη μειονοτικών ομάδων.

 

Αγαπητοί φίλοι,

Πιστεύω βαθύτατα ότι πρόσωπα τα οποία, εξαιτίας της θέσης ή της ιδιότητας ή της θεσμικής τους υπόστασης, έχουν τη δυνατότητα να παρουσιάζουν τις απόψεις και τις σκέψεις τους ενώπιον του κοινού, έχουν και αυξημένη ευθύνη σε σχέση με τη μορφή, το περιεχόμενο και τις συνέπειες της ρητορικής τους.

Όντες βουλευτές, οι λέξεις αποτελούν για εμάς ένα απλό καθημερινό εργαλείο εργασίας, αλλά θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ο αντίκτυπος αυτών των λέξεων έχει μεγάλη διάρκεια και επίδραση στην ευρύτερη κοινωνία.

Γι’ αυτό έχουμε την ηθική υποχρέωση να προωθούμε με τον λόγο μας το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διαφορετικότητας και όχι να διασπείρουμε το φόβο, τον διχασμό και τη μισαλλοδοξία. Ο λόγος μας θα πρέπει να δίνει έμπνευση και ελπίδα, σε μια εποχή όπου κυριαρχεί η αμφισβήτηση των πάντων και η επιδείνωση των εντάσεων και των ακραίων συμπεριφορών.

Όλες οι σοβαρές και μετριοπαθείς πολιτικές προσωπικότητες, σε οποιονδήποτε κομματικό χώρο κι αν ανήκουν, θα πρέπει να συστρατευθούν ενάντια στη ρητορεία του μίσους, της μισαλλοδοξίας και του διχασμού. Διότι αυτή η ρητορεία δεν πληγώνει μόνο κάποιο συγκεκριμένο κόμμα ή άτομο, αλλά ολόκληρη την κοινωνία μας. Υποβαθμίζει επικίνδυνα το επίπεδο της πολιτικής ζωής και μας επιστρέφει σε παλαιότερες, σκοτεινές εποχές. Σε εποχές που γεννοβόλησαν και έσπειραν μεγάλα κακά για την πατρίδα μας. Σε εποχές που ο τοξικός πολιτικός λόγος ήταν καθημερινό φαινόμενο και κατάφερε να δηλητηριάσει ολόκληρη την κοινωνία μας. Αποτέλεσμα αυτού του τοξικού λόγου ήταν ο εμφύλιος αλληλοσπαραγμός και ο όλεθρος της τουρκικής εισβολής. Σήμερα, λοιπόν, που αγωνιζόμαστε για να απαλλαγούμε από τις συνέπειες της τότε εποχής, δεν δικαιούμαστε να διολισθήσουμε και πάλι σε ακραίες συμπεριφορές που χαρακτήριζαν τη συγκεκριμένη εποχή. Είναι γνωστό ότι λαός που δεν μαθαίνει από τα λάθη του παρελθόντος του είναι καταδικασμένος να τα επαναλάβει και στο μέλλον.

Φράσεις όπως εθνικός μειοδότης και προδότης είναι βγαλμένες μέσα από τις πιο μαύρες σελίδες της ιστορίας μας. Δεν θα έπρεπε ποτέ να επιτρέπαμε να ακουστούν και πάλι στο δημόσιο πολιτικό λόγο. Αυτοί που τις χρησιμοποιούν ευτελίζουν τον πολιτικό πολιτισμό και διάλογο και προσβάλλουν την νοημοσύνη των πολιτών. Η αναπαραγωγή ανεδαφικών συνθημάτων περασμένων δεκαετιών και η υιοθέτηση ανορθολογικού και ακραίου λόγου οδηγούν το εσωτερικό μέτωπο σε κατακερματισμό και τον πολιτικό διάλογο σε χάος. Αυτό γίνεται, δυστυχώς, συνειδητά από κάποιες πολιτικές δυνάμεις προς εξυπηρέτηση μικροκομματικών και προσωπικών συμφερόντων.

Λυπούμαι να παρατηρήσω ότι υπάρχουν πολιτικά πρόσωπα που όποτε υπάρχει ελπίδα, έστω αμυδρή ελπίδα, για να λυθεί το Κυπριακό, φοβούνται και τρέμουν στο όποιο ενδεχόμενο, διότι σκέφτονται πρώτιστα την πολιτική τους καριέρα. Είναι τα ίδια άτομα που διαχρονικά μοιράζουν στους εαυτούς τους παράσημα πατριωτισμού και στους πολιτικούς τους αντιπάλους παράσημα εθνικής μειοδοσίας. Είναι τα ίδια άτομα που πουλούν ψευδεπίγραφο πατριωτισμό σε μια προσπάθεια να κλέψουν πρώτα τη συνείδηση και μετά την ψήφο των πολιτών.

Αυτά τα άτομα αποτέλεσαν και τους ηθικούς αυτουργούς για τα όσα θλιβερά είδαμε να συμβαίνουν μέσα κι έξω από το κοινοβούλιο κατά την ταραχώδη εκείνη συνεδρία της Ολομέλειας στις 7 Απριλίου. Συγκεκριμένο πολιτικό πρόσωπο με τον τοξικό πολιτικό του λόγο δίχαζε τον λαό μας για πολλές μέρες πριν από την επίμαχη Ολομέλεια. Αναφέρομαι σε πολιτικό αρχηγό, ο οποίος στις 25 Μαρτίου δήλωνε στα Μ.Μ.Ε. ότι η υπερψήφιση της πρότασης νόμου του ΔΗΣΥ θα αποτελούσε «μια από τις μελανότερες στιγμές του κυπριακού Ελληνισμού μετά από το 1974», και την 1η Απριλίου ότι «τα δύο μεγαλύτερα κόμματα του τόπου θα μας χαρίσουν την εθνική ταπείνωση και τον εξευτελισμό ψηφίζοντας τον ‘νόμο Ακιντζί’ καθ’ υπόδειξη της Άγκυρας». Με αυτές τις άκρως προσβλητικές αναφορές του εναντίον των δύο κομμάτων που εκπροσωπούν την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, ο εν λόγω πολιτικός αρχηγός θέλει να δημιουργήσει ένα κλίμα πόλωσης και φανατισμού, μια νέα περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Μια ατμόσφαιρα που αποκλείει κάθε υγιή πολιτικό διάλογο, καταδικάζει την αντίθετη άποψη ως εσχάτη προδοσία και στοχεύει σε ηθικές δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων.

Κάποιοι από τον αυτοαποκαλούμενο ενδιάμεσο χώρο με την τοξική ρητορική τους διαπράττουν μεγάλη ζημιά, υποβαθμίζοντας καθημερινά την Κυπριακή Δημοκρατία που τάχατες θέλουν να υπερασπιστούν. Μιλούν για ταπείνωση και εξευτελισμό, ξεχνώντας ότι είναι οι μεγαλοστομίες και οι σοβινιστικές πράξεις που οδήγησαν διαχρονικά τον Ελληνισμό σε εθνική ταπείνωση και εξευτελισμό. Ταπεινωμένοι είναι, λοιπόν, όσοι επιλέγουν προσωπικές διαδρομές την ώρα που η πατρίδα μάς καλεί σε κοινή συστράτευση. Ταπεινωμένοι είναι εκείνοι που διχάζουν τον λαό μας την ώρα που το μεγάλο ζητούμενο είναι η εθνική ενότητα.

 

Κυρίες και Κύριοι,

Για εμάς η ρητορική του μίσους είναι ένα κατ’ εξοχήν πολιτικό ζήτημα με ξεκάθαρες πολιτικές προεκτάσεις. Δεν θεωρούμε τυχαίο το γεγονός ότι οι προσβλητικοί χαρακτηρισμοί εκστομίζονται συνεχώς από τους μόνιμους αρνητές κάθε προσπάθειας για την ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού. Μεταξύ αυτών και κάποιοι που οραματίζονται «νέες» μακροχρόνιες στρατηγικές, αγνοώντας το γεγονός ότι με το πέρασμα του χρόνου τα τετελεσμένα της κατοχής εδραιώνονται όλο και περισσότερο στο έδαφος, αλλά και στο μυαλό των ανθρώπων.

Ο τοξικός πολιτικός λόγος επηρεάζει άμεσα την ουσία και τη διαδικασία των προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού. Το χάος στον πολιτικό διάλογο ευνοεί τη στασιμότητα και οδηγεί στη ματαίωση κάθε προοπτικής επίλυσης του προβλήματος.

Φαίνεται όμως ότι συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις βολεύονται με τη στασιμότητα και τους αρκεί η «λύση όπως είμαστε». Σε εμάς όμως δεν αρκεί, ούτε συμβιβαζόμαστε με αυτή. Δεν συμβιβαζόμαστε διότι πιστεύουμε ότι η στασιμότητα θα καταδικάσει τον Ελληνισμό της Κύπρου στην πιο σκληρή τιμωρία: τη διχοτόμηση.

Γι’ αυτό και επιλέγουμε να παλέψουμε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας και με κάθε θεμιτό τρόπο για να αποτρέψουμε την οριστική διχοτόμηση του τόπου μας. Δεν θα σταματήσουμε τις προσπάθειές μας, έστω κι αν γινόμαστε στόχος της ρητορικής του μίσους. Μιας ρητορικής του μίσους που εκφράζεται πλέον ποικιλοτρόπως, αλλά έχει πάρει τα τελευταία χρόνια μεγάλες διαστάσεις μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Για παράδειγμα, κι εγώ ο ίδιος δέχτηκα, πριν από μόλις λίγους μήνες, μιαν αήθη επίθεση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εξαιτίας του γεγονότος ότι έστειλα τις ευχές μου για την καινούργια χρονιά από την κατεχόμενη Κερύνεια.

 

Φίλες και φίλοι,

Πραγματικά πιστεύω ότι βρισκόμαστε μπροστά σε κρίσιμες και καθοριστικές για το μέλλον της πατρίδας μας εξελίξεις.

Προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις και να πετύχουμε με επιτυχία την απαλλαγή μας από την κατοχή απαιτείται καθολική ενότητα μακριά από διχαστικές αναφορές και ρητορικές μίσους. Απαιτείται επίσης σύνεση και αντικειμενική ανάλυση όλων των σχετικών γεωπολιτικών δεδομένων, διότι το Κυπριακό επηρεάζεται άμεσα από την ισορροπία δυνάμεων και συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Ο ρόλος ιδιαίτερα της Τουρκίας παραμένει καθοριστικός.

Η πορεία του Κυπριακού δεν εξαρτάται μόνο από εμάς. Θα επηρεάσει όμως εμάς περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο.

Είμαι πεπεισμένος πως σύντομα θα αναγκαστούμε να πάρουμε μεγάλες και κρίσιμες αποφάσεις στο Κυπριακό. Οι επόμενοι λίγοι μήνες δεν θα είναι ανάλογοι των 43 χρόνων που έχουν ήδη παρέλθει. Το Κυπριακό όπως το ξέρουμε φτάνει ίσως σε ένα τέρμα και γι’ αυτό θα πρέπει με συλλογική βούληση και σοφία να διαχειριστούμε τις εξελίξεις.

Τώρα, λοιπόν, δεν είναι η ώρα για διχαστικό και τοξικό πολιτικό λόγο. Είναι η ώρα για νηφαλιότητα και ορθολογικά επιχειρήματα. Επιχειρήματα της πραγματικής ζωής, των εφικτών προσεγγίσεων και όχι της κάθε λογής φαντασίωσης. Οφείλουμε να συζητήσουμε ελεύθερα με τους πολίτες για να ανταποκριθούμε στις εύλογες ανησυχίες τους, προτάσσοντας τη σοβαρότητα και τον ορθολογισμό ως αντίβαρο στην αμετροέπεια και τον φανατισμό.

Γι’ αυτό και δεν πρέπει να επιτρέψουμε στο μισαλλόδοξο πολιτικό λόγο να παραλύσει κάθε δημόσια συζήτηση και να στοχοποιήσει την όποια αντίθετη άποψη. Αντίθετα, πρέπει με επιμονή και αποφασιστικότητα να αποβάλουμε τα επίθετα και τους ανήθικους χαρακτηρισμούς από τον δημόσιο πολιτικό λόγο.

Οφείλουμε να μη σιωπούμε όταν ακραίοι χώροι παραπληροφορούν ή διασπείρουν μισαλλόδοξα μηνύματα.

Οφείλουμε να μην αφήσουμε το φόβο να κυριεύσει τη δημόσια ζωή του τόπου μας.

Δεν πρέπει και ΔΕΝ θα υποκύψουμε στην τρομοκρατία των λέξεων. Το χρωστάμε στους εαυτούς μας και στις επόμενες γενιές της Κύπρου μας.